- όποσ(σ)ουμ
- και όποσ(σ)ον, τοζωολ. γενική κοινή ονομασία 66 περίπου ειδών μικρόσωμων μαρσιποφόρων θηλαστικών τής Αμερικής, που ανήκουν στην οικογένεια διδελφίδες και φημίζονται για τη γούνα τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. opossum < λ. apasum τής Αλγκονκικής, ινδιάνικης γλώσσας τής Αμερικής].
Dictionary of Greek. 2013.